- κρύφιος
- -α, -ο (AM κρύφιος, -ον, θηλ. και κρυφία)1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.)2. απόρρητος, απόκρυφοςμσν.-αρχ.1. κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις», Σοφ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρύφιοντο μυστήριο («τὸ κρύφιον τοῡ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.)αρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρύφιοςα) μυθώδης πολύτιμος λίθοςβ) επιγρ. τίτλος βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια τού Μίθρα2. (το αρσ. ως κλητική προσφώνηση) κρύφιεκαλέ, αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ).επίρρ...κρυφίως και κρύφια (AM κρυφίως, Μ και κρύφια)λαθραία, κρυφά, μυστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ κρυφ- τού κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιος (πρβλ. πόντ-ιος, ποτάμ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.